-
1 πέρᾱ
πέρᾱ (vgl. πέραν), darüber hinaus, über einen gewissen Raum hinaus, weiter; φράσῃς μοι μὴ πέρα, Soph. Phil. 332; παῦε, μὴ λέξῃς πέρα, 1259; oft auch c. gen., φωνεῖν πέρα τῶν πρὸς σὲ νῠν εἰρημένων, O. C. 258; ϑρασεῖα καὶ πέρα δίκης ἄρχω, über das Recht hinaus, El. 511; τοῠ γὰρ εἰκότος πέρα ἄπεστι πλείω τοῠ καϑήκοντος χρόνου, O. R. 74, d. i. anders als wahrscheinlich, wider Erwarten; ϑαυμάτων πέρα, Eur. Hec. 714; μή γε πέρα προβῇς τῶνδε, Hipp. 501; ἐμοὶ οὐ ϑέμις λέγειν πέρα, mehr zu sagen, wie μηδ' ἐρωτήσῃς πέρα I. T. 554; u. in Prosa: μηδὲν ἔτι πέρα ζητεῖν, Plat. Tim. 29 d; μέχρι τοῦ μέσου καϑιέναι, πέρα δ' οὔ, Phaed. 112 e; auch mit dem Artikel, οὐκέτ' ἂν τὸ πέρα ἀκούσαις ἐμοῠ λέγοντος, Phaedr. 241 d; πέρα τοῠ δέοντος σοφώτεροι γε-νόμενοι, Gorg. 487 d, weiser als nöthig ist; πέρα τῶν ἀναγκαίων, Rep. VI, 493 d; ἡ πέρα τούτων ἐπιϑ υμία, VIII, 559 b, u. öfter; von der Zeit, οὐκέτι πέρα ἐπολιόρκησαν τὴν πόλιν, nicht länger, Xen. An. 5, 9, 28; ἤδη δὲ πέρα μεσούσης τῆς ἡμέρας, über Mittag hinaus, 6, 3, 7, vgl. 6, 1, 28; πέρα τοῦ καιροῦ, Hell. 5, 3, 5; ὁ νόμος κωλύει παιδὶ μὴ ἐξεῖναι συμβάλλειν πέρα μεδίμνου κριϑῶν, Is. 10, 10; u. bei Folgdn; πέρα τοῠ δέοντος, Pol. 5, 104, 3, wie πέρα τοῦ καϑήκοντος, 22, 1, 5, u. öfter. – Uebertr., über ein gewisses Maaß hinaus, wie ὃς τῶν ἐμῶν ἐχϑρῶν μ' ἔνερϑεν ὄντ' ἀνέστησας πέρα, du hast mich über meine Feinde erhoben, der ich ihnen unterlag, Soph. Phil. 662; daher = übermäßig, μόγος ἔχει τοτὲ πέρα, τοτὲ δέ γ' ὕπερϑεν, O. C. 1742; πέρα γε παϑοῠσα, Eur. El. 1186; ἄπιστα καὶ πέρα κλύειν vrbdt Ar. Av. 416, eigentl. was über das Hören hinausgeht, mehr als man je gehört hat; – πέρα ἀνϑρώπ ου, über den Menschen hinaus, über seine Kraft, Philostr. – Geradezu für πλήν, außer, Xen. Conv. 8, 19, l. d. – In allen Vrbdgn steht es sowohl vor, als hinter dem genit. – Den comp. περαίτερος, περαιτέρω s. unten besonders.
-
2 πέρα
πέρᾱ (A), Adv.A beyond, further,μέχρι τοῦ μέσου καθιέναι, π. δ' οὔ Pl. Phd. 112e
;μέχρι τούτου.., π. δὲ μή Id.R. 423b
: with Art.,τὸ π. λέγειν Id.Phdr. 241d
.2 c. gen., π. ὅρου ἐλαύνειν further than, Lex ap.D. 23.44;τούτου μὴ π. προβαίνειν Arist.Pol. 1319b14
, cf. Pl.Ti. 29d.II of Time, longer,οὐκέτι π. ἐπολιόρκησαν X.An.6.1.28
: with Art.,τὸ π. καθεύδειν τοῦ πρέποντος Aeschin.Socr.52
.2 c. gen.,π. μεσούσης τῆς ἡμέρας X.An.6.5.7
; τῶν πεντήκοντα π. γεγονότας above fifty years old, Pl.Lg. 670a (v.l. πέραν).III freq. metaph., beyond measure, extravagantly, π. λέξαι, φράσαι, S.El. 633, Ph. 332, cf. E.Hipp. 1033 ;Ζεύς.. με λυπήσει πέρα Ar.Av. 1246
;π. ματεύειν S.OC 211
(lyr.);μέλεα καὶ π. παθεῖν E.El. 1187
(lyr.);οἵ τοι π. στέρξαντες οἵδε καὶ π. μισοῦσιν Trag.Adesp.78
; τὸ π. Arr.Fr.123J.; but π. is f.l. in S.OC 1745 (lyr.).2 c. gen., more than, beyond, exceeding, π. δίκης, καιροῦ π., A.Pr.30, 507; τοῦ εἰκότος π. S.OT74;π. τῶν νῦν εἰρημένων Id.OC 257
;π. τῶν νόμων Id.El. 1506
;π. τοῦ προσήκοντος Antipho 5.1
;π. ὧν προσεδεχόμεθα Th.2.64
; π. τοῦ δέοντος, π. τοῦ μετρίου, Pl.Grg. 487d, Ti. 65d ;π. τοῦ μεγίστου φόβου Id.Phlb. 12c
; θαυμάτων π. more than marvels, E.Hec. 714 ;δεινὸν καὶ π. δεινοῦ D.45.73
; π. μεδίμνου more than a medimnus, Is.10.10; ἐλπίδος π. Plu.Sull.11.b abs., more, further, οὐδὲν ἐρρήθη π. E.IT91 ; ἄπιστα καὶ π. κλύων things incredible, and more than that, Ar.Av. 417 ; πᾶν τολμήσασα καὶ π. S.Fr. 189.IV above, higher than, τῶν ἐμῶν ἐχθρῶν μ' ἔνερθεν ὄντ' ἀνέστησας π. ib. 666 ; π. ἀνθρώπου, π. τέχνης, Philostr. Her.18.1, 19.4.—In all senses πέρα may stand either before or after the gen., but commonly before.—[comp] Comp. περαίτερος, α, ον, Adv. περαίτερον and - τέρω (qq. v.); cf. sq.------------------------------------πέρα (B), ἡ,A = ἡ περαία, (περαῖος), the land on the other side. ἐκ πέρας Ναυπακτίας A.Supp. 262 ;Χαλκίδος πέραν ἔχων Id.Ag. 190
(lyr.):—hence [full] πέρανδε, to a foreign city, SIG 56.13 (Argos, V B.C.). -
3 καιρος
ὅ1) надлежащая мера, нормаκ. δ΄ ἐπὴ πᾶσιν ἄριστος Hes. — самое лучшее (главное) во всем - мера;
μείζων τοῦ καιροῦ Xen. — сверх меры, ненормально большой, чрезмерный;καιροῦ πέρα Aesch. — чрезмерный, безмерный;προσωτέρω τοῦ καιροῦ Xen. — дальше, чем следует;ὑπερβαλεῖν τὸν καιρόν τινι Plut. — перейти меру в чем-л.2) (тж. χρόνου κ. Soph.) надлежащая пора, подходящее время, благоприятный моментκ. βραχὺ μέτρον ἐχει погов. Pind. — у удобного момента короткая мера, т.е. время никого не ждет;
ἥ χάρις καιρὸν ἔχουσα Thuc. — вовремя оказанная услуга;ὅ κ. αὐτός Dem. — самое удобное время;πρὸς τοὺς πολεμικοὺς καιρούς Arst. — на случай войны;καιρῷ Soph., Thuc., ἐν καιρῷ Aesch., Soph., Plat., σὺν καιρῷ Polyb., εἰς καιρόν Her., Eur., πρὸς καιρόν Soph. и κατὰ καιρόν Her., NT. — вовремя, своевременно, кстати;παρὰ καιρόν Eur., Plat., ἀπὸ и ἄνευ καιροῦ Plat. — несвоевременно, некстати;πρὸ καιροῦ Aesch., NT. — преждевременно;ἐπὴ καιροῦ λέγειν Plut. — говорить экспромтом;καιροῦ τυχεῖν Eur. — иметь счастливый случай;καιρὸν λαμβάνειν Thuc., λαβέσθαι Luc. и καιρῷ χρῆσθαι Plut. — использовать удобный момент, воспользоваться благоприятным случаем;καιρὸν παριέναι Thuc. — упустить удобный момент;καιροὴ σωμάτων Arst. — цветущий возраст, первая молодость3) время ( вообще), пора(ὀλίγον καιρὸν ἔχειν NT.)
ἐν παντὴ καιρῷ Arst., NT. — во всякое время, всегда;πρὸς καιρὸν ὥρας NT. — на (короткое) время;ἄχρι καιροῦ NT. — до поры до времени;κατὰ τοὺς τότε καιρούς Arst. — в те времена;πεπλήρωται ὅ κ. NT. — исполнился срок4) выгода, пользаἐς καιρὸν ἔσται Her. — это будет полезно;
τίνος ἕνεκα καιροῦ ; Dem. — кому это нужно?, чего ради?;τι πρὸς καιρόν Soph. — нечто полезное;πρὸς καιρόν Soph. — с пользой, полезным образом;ἐπὴ σῷ καιρῷ Soph. — тебе на пользу;ὁρῶ οὐδὲ σοὴ τὸ σὸν φώνημα ἰὸν πρὸς καιρόν Soph. — я вижу, что твоя речь даже тебе не идет на пользу5) влиятельность, влияние, вес(μέγιστον ἔχειν καιρόν Xen.)
6) обстоятельство, момент, пораὁ παρών κ. Dem. или οἱ καιροί Plat. — настоящий момент, сложившиеся обстоятельства;
καιροῦ πρὸς τοῦτο πάρεστι Φιλίππῳ τὰ πράγματα Dem. — в таком положении находятся дела Филиппа7) тяжелые обстоятельстваἐν τοῖς μεγίστοις καιροῖς Xen. — в самых трудных обстоятельствах;
ἔσχατος κ. Polyb., Plut. — крайняя опасность, критический момент8) время года, пора(καιροὴ καρποφόροι NT.)
κ. χειμῶνος Plat. — зимнее время9) удобное место, подходящая точкаἐναυλιζόμενοι τῶν χωρίων, οὖ κ. εἴη Xen. — останавливаясь в открытых местах, где было наиболее удобно
10) жизненно важный центр (тела) -
4 καιρός
καιρός, ὁ,A due measure, proportion, fitness (not in Hom.), καιρὸς δ' ἐπὶ πᾶσιν ἄριστος (which became a prov.) Hes.Op. 694, Thgn. 401;κ. παντὸς ἔχει κορυφάν Pi.P.9.78
;κ. Χάριτος A.Ag. 787
(anap.) (cf.ὑποκάμπτω 11
); εἰ ὁ κ. ἦν σαφής the distinction, the point, E.Hipp. 386; ἡ ἀπορία ἔχει τινὰ κ. has some point or importance, Arist. Metaph. 1043b25; καιροῦ πέρα beyond measure, unduly, A.Pr. 507;μείζων τοῦ κ. γαστήρ X.Smp.2.19
;καιροῦ μεῖζον E.Fr. 626
codd.; προσωτέρω or πορρωτέρω τοῦ κ., X.An.4.3.34, HG7.5.13; ὀξύτερα τοῦ κ. Pl.Plt. 307b; νωθεστέρα τοῦ κ. ib. 310e; ὑπερβάλλων τῇ φιλοτιμίᾳ τὸν κ. Plu.Ages.8, cf. Hp.Loc.Hom.44.II of Place, vital part of the body (cf.καίριος 1
),ἐς καιρὸν τυπείς E.Andr. 1120
.III more freq. of Time, exact or critical time, season, opportunity, Χρόνου κ. S.El. 1292: usu. alone, κ. [ ἐστιν] ἐν ᾧ Χρόνος οὐ πολὺς κτλ. Hp. Praec.<*>, cf. Chrysipp. et Archig. ap. Daremberg Notices etextr. des MSS. médicaux 1p.200;κ. ὀξύς Hp.Aph.1.1
; κ. πρὸς ἀνθρώπων βραχὺ μέτρον ἔχει 'time and tide wait for no man', Pi.P.4.286; κ. ὄλβου, = καίριος ὄλβος, Id.N.7.58; δηλοῦν, ὅ τι περ δύναται κ. Ar.Ec. 576 codd. (sed leg. δύνασαι) ; τίνα κ. τοῦ παρόντος βελτίω ζητεῖτε; D.3.16; κ. δόσιος for giving, Hp.Acut.20; κ. τοῦ ποτισμοῦ, τῆς τρύγης, BGU1003.12 (iii B. C.), PStrassb.1.8 (V A. D.);τὰ ἐκ τοῦ κ. προγινόμενα Plb.6.32.3
; καιρὸν παριέναι to let the time go by, Th.4.27 (so in pl.,τοὺς κ. παριέναι Pl.R. 374c
;τοὺς κ. ὑφαιρεῖσθαι Aeschin.3.66
);κ. τῶν πραγμάτων τοῖς ἐναντίοις καθυφιέναι καὶ προδοῦναι D.19.6
; καιροῦ ([etym.] τοῦ κ.) , Pl.Lg. 687a, Men.Mon. 281;καιρὸν εἰληφέναι Lys.13.6
(butκαιρὸς ἐλάμβανε Th.2.34
; cf.καιροῦ διδόντος Lib.Or.45.7
);καιροῦ λαβέσθαι Luc.Tim.13
;καιρὸν ἁρπάσαι Plu.Phil.15
;κ. τηρεῖν Arist.Rh. 1382b11
;καιρῷ Χρήσασθαι Plu.Pyrrh.7
; καιρῷ Χειμῶνος ξυλλαβέσθαι co-operate with the occurrence of a storm, Pl.Lg. 709c; ἔχει κ. τι it happens in season, Th.1.42, etc.; κ. ἔχειν τοῦ εὖ οἰκεῖν to be the chief cause of.., Pl.R. 421a;ὑμέας καιρός ἐστι προβοηθῆσαι Hdt.8.144
, cf. A.Pr. 523, etc.;νῦν κ. ἔρδειν S.El. 1368
: sts. c. Art.,ἀλλ' ἔσθ' ὁ κ... ξένους.. τυγχάνειν τὰ πρόσφορα A.Ch. 710
;ὁ κ. ἐστι μὴ μέλλειν ἔτι Ar. Th. 661
, cf.Pl. 255.b adverbial phrases, ἐς καιρόν in season, Hdt. 7.144, E.Tr. 744, etc.;ἐς κ. ἐπείγεσθαι Hdt.4.139
; ἐς αὐτὸν κ. S.Aj. 1168; εἰς δέοντα κ. Men.Sam. 294; , Th.4.59, etc.;ἐν κ. τινί Pl.Cri. 44a
;ἐπὶ καιροῦ D.19.258
, 20.90, etc.;κατὰ καιρόν Pi.I.2.22
;ὥς οἱ κατὰ κ. ἦν Hdt.1.30
(but also οἱ κατὰ κ. ἡγεμόνες in office at the time, BGU15.10 (ii A. D.), etc.); παρὰ τῷ ἐντυχόντι αἰεὶ καὶ λόγου καὶ ἔργου κ. Th.2.43;πρὸς καιρόν S.Aj.38
, Tr.59, etc.;σὺν καιρῷ Plb.2.38.7
: without Preps., ; καιρόν, abs., S.Aj.34, E.Fr.495.9 (in [comp] Comp. form καιρότερον, Achae.49); κ. γὰρ οὐδὲν ἦλθες E Hel.479; opp. ἀπὸ καιροῦ out of season, Pl.Tht. 187e;ἄνευ καιροῦ Id.Ep. 339d
;παρὰ καιρόν Pi.O.8.24
, E.IA8co (lyr.), Pl. Plt. 277a; πρὸ καιροῦ prematurely, A.Ag. 365 (anap.); ἐπὶ καιροῦ also means on the spur of the moment,ἐπὶ κ. λέγειν Plu.Dem.8
, cf. Art.5;ἐξενεγκεῖν πόλεμον Id.Ant.6
.2 season, πᾶσιν καιροῖς at all seasons of the year, IG14.1018, cf. LXX Ge.1.14, Ph.1.13, Porph. ap. Eus.PE3.11; κ. ἔτους, later Gr. for [dialect] Att. ὥρα ἔτους, acc. to Moer.424; time of day, Philostr.VA6.14.3 generally, time, period,κατὰ τὸν κ. τοῦτον Plb.27.1.7
; , al.: more freq. in pl., κατὰ τούτους τοὺς κ. Arist.Ath.23.2, al., cf. Plb.2.39.1; τὰ κατὰ καιρούς chronological sequence of events, Id.5.33.5; ἐν τοῖς πάλαι, ἐντοῖς μεταξὺ κ., Phld.Rh.1.28,363 S.4 in pl., οἱ καιροί the times, i. e. the state of affairs, freq. in bad sense, ἐν τοῖς μεγίστοις κ. at the most critical times, X.HG6.5.33, cf. D.20.44;περιστάντων τῇ πόλει κ. δυσκόλων IG22.682.33
, etc.: also in sg., X.An.3.1.44, D.17.9; ὁ ἔσχατος κ. extreme danger, Plb.29.27.12, etc.;καιρῷ δουλεύειν AP9.441
(Pall.).IV advantage, profit, τινος of or from a thing, Pi.O.2.54, P.1.57; εἴ τοι ἐς κ. ἔσται ταῦτα τελεόμενα to his advantage, Hdt.1.206; ἐπὶ σῷ κ. S.Ph. 151 (lyr.); τίνα κ. με διδάσκεις; A.Supp. 1060 (lyr.); τί σοι καιρὸς.. καταλείβειν; what avails it..? E.Andr. 131 (lyr.); τίνος εἵνεκα καιροῦ; D.23.182; οὗ κ. εἴη where it was convenient or advantageous, Th.4.54; ᾗ κ. ἦν ib.90; Χωρίον μετὰ μεγίστων κ. οἰκειοῦταί τε καὶ πολεμοῦται with the greatest odds, the most critical results, Id.1.36.V Pythag. name for seven, Theol.Ar. 44. -
5 καιρός
καιρός, ὁ, das rech te Maaß, μέτρα φυλάσσεσϑαι· καιρὸς δ' ἐπὶ πᾶσιν ἄριστος Hes. O. 692, vgl. Hierax. bei Stob. Fl. 10, 78; καιροῦ πέρα, über das rechte Maaß hinaus, Aesch. Prom. 506; ὑποκάμψας καιρὸν χάριτος Ag. 761, vgl. Suppl. 1046; Theogn. 401; μείζω τοῦ καιροῦ τὴν γαστέρα ἔχων, μετριωτέραν ποιῆσαι αὐτήν Xen. Conv. 2, 19; ὑπερβάλλειν τῇ φιλοτιμίᾳ τὸν καιρόν, das rechte Maaß überschreiten, Plut. Ages. 8; – übh. das rechte Verhältniß, bes. der rechte Zeitpunkt zu Etwas, die passende, günstige Zeit, gute Gelegenheit; καιρὸς ἔχει παντὸς κορυφάν Pind. P. 9, 81 (vgl. Soph. El. 75); νοῆσαι κ. ἄριστος Ol. 13, 46; κατὰ καιρόν I. 2, 22; παρὰ καιρόν Ol. 8, 24 P. 10, 4; ἐν καιρῷ Aesch. Prom. 879, zur rechten Zeit; τὸν δ' οὐδαμῶς καιρὸς γεγωνεῖν Prom. 521; καὶ τῶνδε καιρὸν ὅςτις ὤκιστος λαβέ, nütze so schnell wie möglich die rechte Zeit, Spt. 65; καιρὸς καὶ πλοῦς Soph. Phil. 1436; ὑμῖν δ' ἂν εἴη τήνδε καιρὸς ἐξάγειν O. C. 830; ἵν' οὐκέτ' ὀκνεῖν καιρός El. 22; öfter πρὸς καιρόν, λέγειν, ἐννέπειν, wie oben καίρια, Phil. 1263 Tr. 59; auch ἐν καιρῷ u. ἐς καιρόν, O. C. 813 Ai. 1147; auch mit dem bloßen acc., καιρὸν δ' ἐφήκεις Ai. 34. 1295; ἀφῖξαι εἰς καιρὸν κακῶν Eur. Or. 384; εἰς καιρὸν ἦλϑες Troad. 739 u. öfter; καιρὸν εὐλαβούμενος, den rechten Zeitpunkt wahrnehmend, 698; παρὰ καιρόν I. A. 800; ὡς ὁ καιρὸς οὐχὶ μέλλειν, ἀλλ' ἔστ' ἐπ' αὐτῆς τῆς ἀκμῆς Ar. Plut. 255; ἡμέας ἐστὶ καιρὸς προςβωϑῆσαι Her. 8, 144; καιρὸς ἤδη διαλύειν τὴν στρατιάν Xen. Cyr. 5, 5, 43; καιρὸν παριέναι, den rechten Zeitpunkt vorbeilassen, Thuc. 4, 27; οὐ παρεὶς τοὺς καιρούς Plat. Rep. II, 374 c; καϑυφιέναι Dem. 19, 6; τηρεῖν, ihn wahrnehmen, Arist. rhet. 2, 6; καιρὸν εἰληφέναι ἐνόμισαν Lys. 13, 6, sie glaubten einen günstigen Zeitpunkt getroffen zu haben; καιροῦ λαβέσϑαι Luc. Tim. 13; – dem σχολή entsprechend, Muße, Strab. V, 3, 5; καιρῷ χρῆσϑαι Plut. Pyrrh. 7; ἐς καιρόν, wie ἐν καιρῷ, zur rechten Zeit, Tragg. (s. oben); Her. 7, 144; ὥς οἱ κατὰ καιρὸν ἦν, wie es ihm bequem war, 1, 30; Thuc. 4, 59; Plat. Crit. 44 a; ἐπὶ καιροῦ Dem. 19, 258; Plut. Sert. 3; σὺν καιρῷ Pol. 2, 38, 7; – ἀπὸ καιροῦ, außer der Zeit, zur Unzeit, Plat. Theaet. 187 e; ἄνευ καιροῦ Ep. VII, 339 c; eben so παρὰ καιρόν, Plat. Polit. 277 a u. sonst; ἐκ καιροῦ, plötzlich, Pol. 6, 32, 3; ἐπὶ καιροῠ, ex tempore, Plut. Dem. 8. – Uebh. Zeitpunkt, Zeit, χειμῶνος Plat. Legg. IV, 709 c, u. so bes. Sp., dah. Moeris dies als hellenistischen Sprachgebrauch, statt ὥρα, bezeichnet; – οἱ καιροί, Zeitumstände, bes. schlimme, Xen. Hell. 6, 5, 33; – ὁ ἔσχατος καιρός, Pol. 29, 11, 12 Plut. Syll. 12. – Auch vom Orte, ἐναυλισάμενοι τῶν χωρίων, οὗ καιρὸς εἴη, wo es passend war, Thuc. 4, 54; ἐς καιρὸν τυπείς = καιρίαν, Eur. Andr. 1120; προσωτέρω τοῦ καιροῦ, weiter als recht, gut ist, διώκειν, προιέναι, Xen. Hell. 7, 5, 13 An. 4, 3, 34 u. Sp., wie D. Cass. 36, 30. – W. Einem zu Statten kommt, Vortheil, Nutzen, τὸ νὸν φρουρεῖν ὄμμ' ἐπὶ σῷ μάλιστα καιρῷ Soph. Phil. 151; τὰ δ' ὑπερβάλλοντα οὐδένα καιρὸ δύναται ϑνατοῖς Eur. Med. 128; ἐς καιρὸν ἔσται, es wird nützlich sein, Her. 7, 144; ἐν καιρῷ γίγνεσϑαί τινι Xen. Cyr. 5, 1, 17; vgl. Dem. μάλιστα δ' ἐπὶ καιροῦ τοῦτο γένοιτ' ἂν καὶ πάντας ὠφελήσειεν ἀνϑρώπους 19, 258; – μέγιστον ἔχετε καιρόν, ihr habt den meisten Einfluß, das größte Gewicht, Xen. An. 3, 1, 36. – Wahrscheinlich hängt es mit κάρα zusammen, was die Sache auf den Kopf trifft, den rechten Fleck trifft. Vgl. καίριος.
-
6 ἐντείνω
A stretch or strain tight, esp. of any operation performed with straps or cords,1 ἐνέτεινε τὸν θρόνον [ἱμᾶσι] Hdt.5.25 (cf. ἐντανύω):—more freq. (as always in Hom.) [voice] Pass., δίφρος.. ἱμᾶσιν ἐντέταται is hung on tight-stretched straps. Il.5.728; [κυνέη] ἔντοσθεν ἱμᾶσιν ἐντέτατο στερεῶς was strongly lined inside with tight-stretched straps, 10.263; so [τὰς γεφύρας] ἐδόκεον ἐντεταμένας εὑρήσειν] expected to find the bridge with the mooring-cables taut, Hdt.9.106;σχεδίαι ἐντετ. Id.8.117
;κλίνη ἐντετ. Polyaen.7.14.1
;εἰ ἡ ἔντασις τῶν ῥάβδων χρηστῶς ἐνταθείη Hp.Fract.30
;τράχηλος ἐντετ.
with sinews taut,Phld.
Ir.p.5 W.: metaph., being toned, tempered,Pl.
Phd. 86b, cf. 92a.2 stretch a bow tight, bend it for shooting, A.Fr.83, cf. E.Supp. 886: metaph., καιροῦ πέρα τὸ τόξον ἐ. ib. 745:—[voice] Med., bend one's bow, Id.IA 549 (lyr.), X.Cyr.4.1.3:—[voice] Pass., τόξα ἐντεταμένα bows ready strung, Hdt.2.173, Luc.Scyth.2: hence, com., is ready for action,Ar.
V. 407.b of the strings of the lyre,τῆς νεάτης ἐντεταμένης Arist.Pr. 921b27
.4 ἐ. ἵππον τῷ ἀγωγεῖ hold a horse with tight rein, X. Eq.8.3.II metaph., strain, exert,τὰς ἀκοάς Polyaen.1.21.2
;ἑαυτόν Plu.2.795f
:—[voice] Med.,φωνὴν ἐντεινάμενος Aeschin.2.157
; ἐντεινάμενοι τὴν ἁρμονίαν pitching the tune high, Ar.Nu. 968:—[voice] Pass., πρόθυμοι καὶ ἐντεταμένοι εἰς τὸ ἔργον braced up for action, X.Oec.21.9;τῇ διανοία περί τι Plb.10.3.1
;ἐνταθῆναι περί τινος PSI4.340
(iii B.C.); ἐντεινόμενος on the stretch, eager, opp. ἀνιέμενος, X.Mem.3.10.7, cf. Cyn.7.8; ; πρόσωπον ἐντεταμένον a serious face, Luc.Vit. Auct.10.2 intensify, carry on vigorously,τὴν πολιορκίαν Plu. Luc.14
; excite,θυμὸν ἀνόητον Plu.2.61e
, cf. 464b.2 intr. in [voice] Act., penem erigere, Arist.Pr. 879a11:—[voice] Pass.,εἰκόνες ἐντεταμέναι D.S.1.88
.IV stretch out at or against, πληγὴν ἐ. τινί lay a blow on him, X.An.2.4.11, cf. Lys.Fr.75.4; without πληγήν, attack, Pl.Min. 321a;πύξ τινι D.C.57.22
.V place exactly in, ἐς κύκλον χωρίον τρίγωνον inscribe an area as a triangle in a circle, Pl.Men. 87a ([voice] Pass.).2 esp. put into verse,ἐ. τοὺς Αἰσώπου λόγους Id.Phd. 60d
;ἐ. εἰς ἐλεγεῖον Id.Hipparch. 228d
;τοὺς νόμους εἰς ἔπος Plu.Sol. 3
;ἔπεσιν ἐ. τὴν παραίνεσιν Jul.Or.6.188b
; set to music,ποιήματα εἰς τὰ κιθαρίσματα Pl.Prt. 326b
:—[voice] Med.,Ἰθάκην ἐνετείνατο.. Ομηρος ᾠδῇσιν Hermesian.7.29
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐντείνω
-
7 ἐπ-αίρω
ἐπ-αίρω (vgl. ἐπαείρω), 1) erheben, emporheben, -richten; κρᾶτα Eur. Suppl. 301; ἐμέ, ϑύματα, Soph. Phil. 877 El. 624; σαυτόν, Eur. Ion 727 u. öfter; auch in Prosa, ἐπαρεῖς τὸν πατρῷον οἶκον, zu Ansehen bringen, Xen. Mem. 3, 6, 2; τὴν δεξιάν Eq. 12, 6; auch τὴν φωνήν Dem. 19, 336; τί πέρα τοῦ καιροῦ τοὺς ἑτέρους ἐπαίρουσιν; was erheben sie dieselben sin ihren Reden)? 16, 23. In anderen Vrbdgn, wie ἱστία, aufziehen, Ggstz ὑφίημι, Plut. Luc. 3; τὴν τράπεζαν, die Tafel aufheben, Com. Ath. XIV, 641 e 642 b. – 2) übertr., anregen, anreizen, verleiten sein geistiges Erheben, wie wir »überheben« sagen), τίς σ' ἐπῆρε δαιμόνων Soph. O. R. 1328, Schol. ἔπεισε; μ' ἐπάρας ἔργον ἐς ἀνοσιώτατον Eur. Or. 286; τινὰ ὥςτε Suppl. 581; τινὰ ϑερμότερον Antiph. 2 α 7; ἐπῆρε ἡμᾶς ἐξαμαρτάνειν Isocr. 4, 108; ἐπαρεῖ πολλοὺς ἁμαρτάνειν Aesch. 1, 192; oft pass. sich verleiten lassen, ἐπαρϑέντες κιβδήλοισι μαντηΐοισι Her. 5, 91; ἐπαιρόμενος πλούτῳ καὶ πλήϑει Plat. Rep. IV, 434 a; οὔτε τιμῇ ἐπαρϑεὶς οὔτε χρήμασι X, 608 b; τοῖς κακοῖς Andoc. 1, 37; ὑπὸ τῆς τύχης Lys. 2, 10; ἐλπίδι 9, 21; ὑπὸ μεγάλο υ μισϑοῦ Thuc. 7, 13; μισϑῷ Aesch. 1, 137; ἐπήρϑην γράφειν Isocr. 5, 10; Dem. vrbdt ἐπᾶραι καὶ ϑρασεῖς ποιῆσαι 18, 175; mit προάγεσϑαι 298; mit φυσᾶν 59, 38; übh. stolz werden, groß thun, Ar. Nub. 810; Thuc. 4, 18; ἐπηρμένος, hochmüthig, 8, 2 u. Folgde; νίκῃ, auf einen Sieg, Her. 9, 49; ἐπί τινι, Xen. Mem. 1, 2, 25; πρός τι, Thuc. 6, 11; ἔκ τινος, Pol. 1, 29, 4. – 3) Med. sich erheben, wie Her. auch das act. braucht, ἐπάρας ἀπεματάϊσε 2, 162; für sich erheben, στάσιν γλώσσης ἐπάρασϑε Soph. O. R. 635; λόγχην ἐπαίρομαι ξένοις, seine Lanze erheben, Eur. I. T. 1484; ὅπλα ϑεῷ Bacch. 788; πόλεμόν τινι, Krieg gegen Einen anfangen, Plut.; manche Vrbdgn wie im act., z. B. ἱστούς Pol. 1, 61, 7; λόγους Dem. 18, 222.
-
8 επαιρω
и эп.-ион.-поэт. ἐπ-αείρω (fut. ἐπᾰρῶ, aor. ἐπῆρα, aor. pass. ἐπήρθην - part. ἐπαρθείς)1) поднимать(κεφαλήν Hom.; βλέφαρα Soph.; ὀφρύν Plut.; med. λόγχην Eur.; χεῖρα Arst.; ἱστούς Polyb.; ἱστίον Plut.)
ἔπαιρε σαυτόν Arph. — встань;ἐ. τέν φωνήν Dem. — возвышать голос;ἐπαρθέντος τοῦ ἡλίου Arst. — когда солнце высоко;στάσιν γλώσσης ἐπάρασθαι Soph. — вступить в пререкания;θρασεῖς λόγους ἐπάρασθαί τινι Dem. — выступить против кого-л. с дерзкими речами;ἐ. πόλεμόν τινι Plut. — начинать войну против кого-л.2) превозносить, возвеличивать, прославлять(τὸν πατρῷον οἶκον Xen.; τινὰ πέρα τοῦ καιροῦ Dem.)
3) (подняв) взваливать, класть(ἀμαξάων, sc. τινά Hom.)
4) (sc. ἑαυτόν) (при)подниматься Her.5) побуждать, поощрять(τινὰ ποιεῖν τι Isocr., Aeschin. и εἴς τι Eur.)
τίς σ΄ ἐπῆρε δαιμόνων ; Soph. — какое божество подвигло тебя (на это)?;ἐ. ψυχήν τινι Eur. — придавать духу кому-л., поддерживать бодрость в ком-л.6) возбуждать, pass. быть возбуждаемым, подстрекаемым, движимым(ὑπὸ μισθοῦ Thuc. и μισθῷ Aeschin.; ἐλπίδι τινί Lys.)
ἥ Ἑλλὰς πᾶσα τῇ ὁρμῇ ἐπῆρται Thuc. — вся Эллада была в напряженном ожидании7) внушать гордость, pass. гордиться, кичиться(τινί Her., πρός τι Thuc., ὑπό τινος Lys., ἐπί τινι Xen. и ἔκ τινος Polyb.)
ἐπηρμένος Thuc. — надменный, высокомерный -
9 από
(απ;αφ') πρόθ. I με ονομ., γεν., αίτιατ. (при обознач, времени) с, от; (γεν.) από γεννησιμιού του с самого его рождения; από μιάς αρχής с самого начала; από πολλού χρόνου с давнего времени, с давних пор; από της ημέρας εκείνης с того дня; από ημερών с некоторых пор; από καιρού εις καιρόν время от времени; με γνωρίζει από είκοσι ετών он(а) меня знает двадцать лет; (όνομ.) από μικρός τον ξέρω я с малых лет (когда я был ребёнком) знаю его;(αίτιατ.)
τον ξέρω από μικρόν — я знаю его с детства (когда он был ещё ребёнком);από το πρωί с утра;από πέρυσι с прошлого года; από χτες со вчерашнего дня; από πότε; с каких пор?; από τότε с тех пор; απ' εδώ κ' εμπρός отныне, впредь; από τώρα с этих пор; από νωρίς, από τα πρίν заранее; II με γεν., αίτιατ. 1) (при обознач, пространства, места, направления) с, от; к; (γεν.) από της κορυφής τού βουνού с вершины горы; έρχομαι από τού θείου иду от дяди; (αιτιατ.) από τη στέγη с крыши; απ' αυτόν το δρόμο по этой дороге; πέρασα κι' απ' τον Κώστα я и к Косте заходил; περάστε απ' το σπίτι заходите ко мне; 2) (источник чего-л.) из, от; από (τού) λόγου του от него самого; αυτό το δώρο είναι από λόγου του этот подарок от него лично; III με ονομ. (при указании на изменение положения) с, со, из; από εργάτης μάστορας из рабочего стал мастером; IV με γεν. 1) (при обознач, качества, свойства): από φυσικού του по натуре; 2) (при обознач, способа, характера действия): από μνήμης наизусть; απ' ακοής понаслышке; από καρδίας от души; απ' την καρδιά μου от всего сердца, сердечно; V με αιτιατ. 1) (при обознач, происхождения) из; από καλή οικογένεια из хорошей семьи; είμαι από χωριό я из деревни; 2) (при обознач, лица или предмета, которого касаются) за; αρπάχτηκα από το κλαδί ухватиться за ветку; παίρνω απ' το χέρι брать за руку; 3) (в знач через): φεύγω από την πίσω πόρτα выходить через заднюю дверь; περνώ από το δάσος проходить через лес; τό φως μπαίνει από το φεγγίτη свет проникает через окно; πέρασε την κλωστή από τη βελόνα вдень нитку в иголку; 4) (при обознач, причины) от, по причине, из-за; από το πολύ σφίξιμο κόπηκε το σχοινί от сильного натяжения верёвка лопнула; έμεινε σκελετός απ' την πείνα он очень похудел от голода; πετώ από τη χαρά μου прыгать от радости; από την πίκρα μου от горя; от досады; από περιέργεια из любопытства; υποφέρω από το στομάχι μου страдать желудком; 5) (при.обознач, орудия, средства, способа): ζω από τη δουλειά μου жить своим трудом; από την προίκα της έχτισε το σπίτι дом он построил на её приданое; 6) (при обознач, материала) из; από πέτρα из камня, каменный; από ξύλο из дерева, деревянный; από δέρμα из кожи, кожаный; 7) (при обознач, частей, составляющих что-л, единое): στεφάνι από τριαντάφυλλα венок из роз; ομάδα από πέντε άτομα группа из пяти человек; 8) (при указании целого, от которого берётся часть) из; 8νας από τούς πολλούς один из многих; τίποτε δεν χρειάζομαι απ' αυτά из этих вещей мне ничего не надо; 9) (при обознач, удаления, отдаления) из, от; αποσύρομαι από τίς υποθέσεις отходить от дел; παρεκβαίνω από το θέμα отходить от темы; γλυτώνω από τον κίνδυνο избежать опасности; γλυτώνω απ' τίς φροντίδες освободиться от забот; φεύγω απ' το σπίτι уходить из дома; χώρισε από τον άντρα της она ушла от мужа, она разошлась с мужем; 10) (при обознач, частичности, разделения): κόψε μου από το ψωμί μιά φέτα отрежь мне ломоть хлеба; ήπια απ' αυτό το κρασί я выпил этого вина; πίνε από λίγο пей понемножку; λίγα απ' όλα обо всём понемногу; 11) (при указании на распределение поровну) по; από τρία τετράδια по три тетради; από ένας (-ενας) по одному; περάστε μέσα από λίγοι входите по нескольку человек; φταίνε κι' απ' τα δυό μέρη виноваты и те и другие; 12) (употр, в сравнениях): από σένα είναι εξυπνότερος он сообразительнее (или умнее) тебя; φαίνεται4 μεγαλύτερη από την αδελφή της она выглядит старше своей сестры; 13) (в соответствии с чём-л., согласно чему-л.) по; τον γνωρίζω από το βήμα του я узнаю его по походке; 14) (в отношении, в смысле): είναι ορφανός από πατέρα он сирота по отцу; είναι φτωχός από μυαλό он слабоумный; είναι στραβός από το ένα μάτι слепой на один глаз; είναι κουφός από το ένα αφτί глухой на одно ухо; άμαθος από τέτοιους δρόμους он не привык к таким дорогам; από υγεία είμαι καλά здоровье у меня хорошее; απο γράμματα δεν ξέρει πολλά он малограмотный; κάτι ξέρει από μουσική он немного разбирается в музыке; δεν καταλαβαίνει από τέτοια πράματα он в таких делах не разбирается; 15) (в пассивном обороте соотв. те. пад.): η πόλις κατελήφθη από τον εχθρό город занят врагом; 16) (соответствует род. пад.; переводится тж. прилагательным): ο κρότος από τα κανόνια гул орудий, орудийный гул; κέρδη απ' το εμπόριο прибыли от торговли, торговые прибыли; 17): (α)πάνω από на, над; κάτω από под; εμπρός από перед, впереди; напротив; (από) πίσω από сзади, позади, за; γύρω από вокруг; (από) μέσα από изнутри, из; πρίν από... перед тем, до; μετά από после; ύστερα από... после (того как); εκτός απ' αυτό кроме того; μακρυά από... далеко от...; από μακρυά издали; από πέρα издалека; από κοντά вблизи; από πού; откуда?; απ' εδώ отсюда; απ' εκεί а) оттуда; б) тот; τί θέλει ο κύριος από κεί; что нужно тому господину?; απ' εδώ και απ' εκεί со всех сторон; από τότε с тех пор; από τούδε с этого момента; αφ' ενός... αφ' ετέρου (тж. перен.) с одной стороны..., с другой стороны...; 18) (в зависимости от управления глагола): δεν στερούμαι από τίποτε я ни в чём не нуждаюсь; κρέμομαι από μιά κλωστή висеть на ниточке; φοβάμαι από τα σκυλιά бояться собак -
10 ἐπαίρω
ἐπαίρω, [dialect] Ion. and poet. [full] ἐπᾰείρω Hdt.1.204 and always in Hom.: [tense] fut. ἐπᾱρῶ ([var] contr. from ᾰερ-) E.IA 125 (anap.), Supp. 581 (prob. l.), X Mem.3.6.2: [tense] aor. ἐπῆρα, part.Aἐπάρας Hdt.1.87
, etc.: [tense] pf. , Them.Or.8.114b:—[voice] Pass., [tense] aor. ἐπήρθην, part. ἐπαρθείς: <*>lift up and set on, [αὐτὸν] ἀμαξάων ἐπάειρραν lifted and set him upon.., Il.7.426;ὀβελοὺς.. κρατευτάων ἐπάειρας 9.214
.2 lift, raise,κεφαλὴν ἐπαείρας 10.80
;καί μ' ἔπαιρε S.Ph. 889
;ἐπαίρων βλέφαρα Id.OT 1276
codd.;ἐπάειρε δέρην E.Tr.99
(anap.);ἔπαιρε σαυτόν Ar.V. 996
;σεμνῶς ἐπηρκὼς τὰς ὀφρῦς Amphis
l.c.; πάντες ἐπῆραν (sc. τὴν χεῖρα) SIG1109.24;οὐδεὶς ἐπῆρε IG3.1132
;ἐπάρας τὴν φωνήν D.18.291
; ἐπαιρόμενα ἱστία, opp. ὑφιέμενα, Plu.Luc.3:—[voice] Med., με τεῷ ἐπαείραο μαζῷ didstliftand put me to thy breast, A.R.3.734; [ λόγχην] E.IT 1484;ὅπλ' ἐπαίρεσθαι θεῷ Id.Ba. 789
;ἱστούς Plb.1.61.7
;βακτηρίαν Plu.2.185b
: metaph.,τί.. στάσιν γλώσσης ἐπήρασθε; S.OT 635
; ;κοινὸν ἡ πόλις ἐπήρατο πένθος D.S.34.17
.4 intr., lift up one's leg or rise up, Hdt.2.162; rise from table, Euang.1.10.5 [voice] Pass., swell up, Hp.Liqu.2, Gal.6.264, 18(2).119; ἐπῆρται τοῦτό γε, in mal. part., Ar.Lys. 937;ὁ καυλὸς ἐπαίρεται Hippiatr. 54
.6 Gramm., ἐ. τὴν προσῳδίαν make the accent acute, Sch.Il.11.636.II stir up, excite,πολλά τέ μιν καὶ μεγάλα τὰ ἐπαείροντα.. ἦν Hdt.1.204
;τίς σ' ἐπῆρε δαιμόνων; S.OT 1328
;πέρα τοῦ καιροῦ τοὺς ἑτέρους ἐ. D.16.23
;ἐ. θυμόν τινι E.IA 125
;τοῦτό σε ψυχὴν ἐπαίρει Id.Heracl. 173
;ἑαυτὸν ἐπίτινι Diog.Oen.64
; urge on,Them.
Or.1.13c; induce, persuade to do, c.inf.,εἰρωτᾶν εἰ οὔτι ἐπαισχύνεται ἐπάρας Κροῖσον στρατεύεσθαι Hdt.1.90
, cf. Isoc.4.108, Aeschin.1.192;ἥτις με γῆμ' ἐπῆρε Ar.Nu.42
, cf. Ra. 1041;ἐ. τινὰ ὥστε.. E.Supp. 581
; ὅστις μ' ἐπάρας ἔργον (sc. πρᾶξαι) Id.Or. 286:—[voice] Pass., to be roused, led on, excited,τῷ μαντηΐῳ Hdt.1.90
, cf. 5.91;τοῖσι δωρήμασι Id.7.38
;τοῖς τῆς πόλεως κακοῖς And.1.37
;ὑπὸ τῆς τύχης Lys.2.10
; πλούτῳ, τιμῇ, Pl.R. 434b, 608b; ;τῇ ἐλπίδι ὡς.. Th.1.81
, cf. Lys.9.21;τοῖς λόγοις Th.4.121
;δεινότητι καὶ ξυνέσεως ἀγῶνι Id.3.37
(soτὸ ἐπαιρόμενον τοῦ λόγου τῇ δεινότητι Plu.Cic.25
);ὑπὸ μεγάλου μισθοῦ Th.7.13
;ἐ. ἐς τὸ νεωτερίζειν Id.4.108
;ἐπὶ τὴν βασιλείαν LXX 3 Ki.12
.[24]: c. inf.,ἐπήρθην γράψαι Isoc.5.10
; τῷ or τὸ λέγειν (dub. l.) Pl.Phdr. 232a (but ναυτικῷ προύχειν -όμενοι flattering themselves that they were superior.., Th.1.25): abs., to be excited, on tiptoe, Ar.Nu. 810; and soἙλλὰς τῇ ὁρμῇ ἐπῆρται Th.2.11
.2 [voice] Pass., also, to be elated at a thing,εὐδαιμονίῃ μεγάλῃ Hdt.5.81
;ψυχρῇ νίκῃ Id.9.49
, cf. 1.212, 4.130;ἐπὶ πλούτῳ X.Mem.1.2.25
;πρός τι Th.6.11
, 8.2;ἐκ τοῦ γεγονότος προτερήματος Plb.1.29.4
: abs., Th.4.18. -
11 ἐπαίρω
ἐπ-αίρω, (1) erheben, emporheben, -richten; ἐπαρεῖς τὸν πατρῷον οἶκον, zu Ansehen bringen; τί πέρα τοῦ καιροῦ τοὺς ἑτέρους ἐπαίρουσιν; was erheben sie dieselben in ihren Reden; wie ἱστία, aufziehen; τὴν τράπεζαν, die Tafel aufheben. (2) übertr., anregen, anreizen, verleiten sein geistiges Erheben, wie wir »überheben« sagen; pass. sich verleiten lassen; übh. stolz werden, groß tun; ἐπηρμένος, hochmütig; νίκῃ, auf einen Sieg. (3) sich erheben; für sich erheben; λόγχην ἐπαίρομαι ξένοις, seine Lanze erheben; πόλεμόν τινι, Krieg gegen einen anfangen
См. также в других словарях:
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek